- καζάντισμα
- το [καζαντίζω]απόκτηση περιουσίας, οικονομική προκοπή, καζάντια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καζάντισμα — το καζάντι (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)